φραπεδιά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φραπεδιά | οι | φραπεδιές |
γενική | της | φραπεδιάς | των | φραπεδιών |
αιτιατική | τη | φραπεδιά | τις | φραπεδιές |
κλητική | φραπεδιά | φραπεδιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- φραπεδιά < φραπές + -ιά < φραπέ < γαλλική frappé (χτυπημένος) < frapper < φραγκικά *hrapōn < πρωτογερμανική *hrapōną / *hrapjaną < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *(s)krep- / *(s)kreb-
Ουσιαστικό επεξεργασία
φραπεδιά θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
φραπεδιά
|