φρακτή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φρακτή | οι | φρακτές |
γενική | της | φρακτής | των | φρακτών |
αιτιατική | τη | φρακτή | τις | φρακτές |
κλητική | φρακτή | φρακτές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- φρακτή < φράκτης < φρακτός < αρχαία ελληνική φραγμός < φράσσω
Ουσιαστικό επεξεργασία
φρακτή θηλυκό
- φρακτή διαμήκης, υπερκατασκευών, συγκρούσεως στην πλώρη και στη πρύμνη κ.ά.