φραγκοκρατούμενος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φραγκοκρατούμενος < μετοχή παθητικού ενεστώτα του φραγκοκρατούμαι
Μετοχή επεξεργασία
φραγκοκρατούμενος
- που φραγκοκρατείται, που ελέγχεται από φράγκους
- Στις φραγκοκρατούμενες περιοχές της Ελλάδας παρατηρήθηκε στροφή προς τον καθολικισμό
Μεταφράσεις επεξεργασία
φραγκοκρατούμενος
|