φούντιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φούντιο | τα | φούντια |
γενική | του | φουντίου & φούντιου |
των | φουντίων |
αιτιατική | το | φούντιο | τα | φούντια |
κλητική | φούντιο | φούντια | ||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- φούντιο < (άμεσο δάνειο) γερμανική Pfund + κατάληξη -ιο
Ουσιαστικό επεξεργασία
φούντιο ουδέτερο συνήθως στον πληθυντικό
- (μονάδα μέτρησης) → δείτε