↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φλωρεντινός η φλωρεντινή το φλωρεντινό
      γενική του φλωρεντινού της φλωρεντινής του φλωρεντινού
    αιτιατική τον φλωρεντινό τη φλωρεντινή το φλωρεντινό
     κλητική φλωρεντινέ φλωρεντινή φλωρεντινό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φλωρεντινοί οι φλωρεντινές τα φλωρεντινά
      γενική των φλωρεντινών των φλωρεντινών των φλωρεντινών
    αιτιατική τους φλωρεντινούς τις φλωρεντινές τα φλωρεντινά
     κλητική φλωρεντινοί φλωρεντινές φλωρεντινά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φλωρεντινός < Φλωρεντία

  Επίθετο

επεξεργασία

φλωρεντινός, -ή, -ό

  1. που κατάγεται από τη Φλωρεντία
  2. σχετικός με τη Φλωρεντία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία