φιλοθεάμων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | φιλοθεάμων & φιλοθεάμονας |
η | φιλοθεάμων | το | φιλοθεάμον |
γενική | του | φιλοθεάμονος & φιλοθεάμονα |
της | φιλοθεάμονος | του | φιλοθεάμονος |
αιτιατική | τον | φιλοθεάμονα | τη | φιλοθεάμονα | το | φιλοθεάμον |
κλητική | φιλοθεάμων & φιλοθεάμονα |
φιλοθεάμων | φιλοθεάμον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | φιλοθεάμονες | οι | φιλοθεάμονες | τα | φιλοθεάμονα |
γενική | των | φιλοθεαμόνων | των | φιλοθεαμόνων | των | φιλοθεαμόνων |
αιτιατική | τους | φιλοθεάμονες | τις | φιλοθεάμονες | τα | φιλοθεάμονα |
κλητική | φιλοθεάμονες | φιλοθεάμονες | φιλοθεάμονα | |||
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. | ||||||
ομάδα '-ων-ονας', Κατηγορία όπως «μετριόφρων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φιλοθεάμων < αρχαία ελληνική φιλοθεάμων < φίλος + θεώμαι
Επίθετο
επεξεργασίαφιλοθεάμων
- που αγαπά τα θεάματα
- το φιλοθέαμον κοινό
Μεταφράσεις
επεξεργασία φιλοθεάμων
|