Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φιλοευρωπαϊσμός οι φιλοευρωπαϊσμοί
      γενική του φιλοευρωπαϊσμού των φιλοευρωπαϊσμών
    αιτιατική τον φιλοευρωπαϊσμό τους φιλοευρωπαϊσμούς
     κλητική φιλοευρωπαϊσμέ φιλοευρωπαϊσμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φιλοευρωπαϊσμός < φιλο- + ευρωπαϊσμός, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική pro-europeanism• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /fi.lo.e.vɾo.paiˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φι‐λο‐ευ‐ρω‐παϊ‐σμός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φιλοευρωπαϊσμός αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία