Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
φιαλοποιείο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
φιαλοποιεί
ο
τα
φιαλοποιεί
α
γενική
του
φιαλοποιεί
ου
των
φιαλοποιεί
ων
αιτιατική
το
φιαλοποιεί
ο
τα
φιαλοποιεί
α
κλητική
φιαλοποιεί
ο
φιαλοποιεί
α
Κατηγορία
όπως «
πεύκο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
φιαλοποιείο
<
φιάλ(η)
+
-ο-
+
-ποιείο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
φιαλοποιείο
ουδέτερο
εργαστήριο
παραγωγής
φιαλών
Συνώνυμα
επεξεργασία
φιαλοποιία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
φιαλοποιείο