φιαλοειδής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | φιαλοειδής | η | φιαλοειδής | το | φιαλοειδές |
γενική | του | φιαλοειδούς* | της | φιαλοειδούς | του | φιαλοειδούς |
αιτιατική | τον | φιαλοειδή | τη | φιαλοειδή | το | φιαλοειδές |
κλητική | φιαλοειδή(ς) | φιαλοειδής | φιαλοειδές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | φιαλοειδείς | οι | φιαλοειδείς | τα | φιαλοειδή |
γενική | των | φιαλοειδών | των | φιαλοειδών | των | φιαλοειδών |
αιτιατική | τους | φιαλοειδείς | τις | φιαλοειδείς | τα | φιαλοειδή |
κλητική | φιαλοειδείς | φιαλοειδείς | φιαλοειδή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φιαλοειδής < (ελληνιστική κοινή) < φιάλη + -ειδής
Επίθετο
επεξεργασίαφιαλοειδής, -ής, -ές
- που έχει σχήμα φιάλης
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία φιαλοειδής
|