Δείτε επίσης: φετιχιστικός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φετιχικός η φετιχική το φετιχικό
      γενική του φετιχικού της φετιχικής του φετιχικού
    αιτιατική τον φετιχικό τη φετιχική το φετιχικό
     κλητική φετιχικέ φετιχική φετιχικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φετιχικοί οι φετιχικές τα φετιχικά
      γενική των φετιχικών των φετιχικών των φετιχικών
    αιτιατική τους φετιχικούς τις φετιχικές τα φετιχικά
     κλητική φετιχικοί φετιχικές φετιχικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

φετιχικός < φετίχ + -ικός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /fe.ti.çiˈkos/

  Επίθετο επεξεργασία

φετιχικός, -ή, -ό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία