φελλωτός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | φελλωτός | η | φελλωτή | το | φελλωτό |
γενική | του | φελλωτού | της | φελλωτής | του | φελλωτού |
αιτιατική | τον | φελλωτό | τη | φελλωτή | το | φελλωτό |
κλητική | φελλωτέ | φελλωτή | φελλωτό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | φελλωτοί | οι | φελλωτές | τα | φελλωτά |
γενική | των | φελλωτών | των | φελλωτών | των | φελλωτών |
αιτιατική | τους | φελλωτούς | τις | φελλωτές | τα | φελλωτά |
κλητική | φελλωτοί | φελλωτές | φελλωτά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φελλωτός < μεσαιωνική ελληνική φελλωτός
Επίθετο
επεξεργασίαφελλωτός
- ο κατασκευασμένος από φελλό