φασματοηλιογράφος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φασματοηλιογράφος < φάσματ(ος) + ήλι(ος) + ήλιος + -ο-, (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική spectroheliographe[1]
Ουσιαστικό επεξεργασία
φασματοηλιογράφος αρσενικό
- φασματογράφος που μπορεί να φωτογραφίζει τα ηλιακά φάσματα
Μεταφράσεις επεξεργασία
φασματοηλιογράφος
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)