↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φασματογράφος οι φασματογράφοι
      γενική του φασματογράφου των φασματογράφων
    αιτιατική τον φασματογράφο τους φασματογράφους
     κλητική φασματογράφε φασματογράφοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φασματογράφος < spectrographe

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φασματογράφος αρσενικό

  • μηχανή που χρησιμοποιείται για να αποτυπώσει το ηλεκτρομαγνητικό φάσμα

Ταυτόσημο

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία