Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φασματογράφος οι φασματογράφοι
      γενική του φασματογράφου των φασματογράφων
    αιτιατική τον φασματογράφο τους φασματογράφους
     κλητική φασματογράφε φασματογράφοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φασματογράφος < spectrographe

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φασματογράφος αρσενικό

  • μηχανή που χρησιμοποιείται για να αποτυπώσει το ηλεκτρομαγνητικό φάσμα

Ταυτόσημο επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία