Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φαρσοκωμωδία οι φαρσοκωμωδίες
      γενική της φαρσοκωμωδίας των φαρσοκωμωδιών
    αιτιατική τη φαρσοκωμωδία τις φαρσοκωμωδίες
     κλητική φαρσοκωμωδία φαρσοκωμωδίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φαρσοκωμωδία < σύνθετη λέξη: φάρσα + κωμωδία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φαρσοκωμωδία θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία