Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φαρμπαλάς οι φαρμπαλάδες
      γενική του φαρμπαλά των φαρμπαλάδων
    αιτιατική τον φαρμπαλά τους φαρμπαλάδες
     κλητική φαρμπαλά φαρμπαλάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φαρμπαλάς < (άμεσο δάνειο) γαλλική falbala + και ανομοίωση των υγρών συμφώνων [l][l] > [r][l]. → δείτε και τη λέξη φραμπαλάς

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /faɾ.baˈlas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φαρ‐μπα‐λάς

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φαρμπαλάς αρσενικό

  Πηγές επεξεργασία