φαρμπαλάς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φαρμπαλάς < (άμεσο δάνειο) γαλλική falbala + -ς και ανομοίωση των υγρών συμφώνων [l][l] > [r][l]. → δείτε και τη λέξη φραμπαλάς
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /faɾ.baˈlas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φαρ‐μπα‐λάς
Ουσιαστικό επεξεργασία
φαρμπαλάς αρσενικό
- άλλη μορφή του φραμπαλάς
Πηγές επεξεργασία
- φραμπαλάς, φαμπαλάς - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας