falbala
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
falbala | falbalas |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαfalbala (fr) αρσενικό
Απόγονοι
επεξεργασίαfalbala (γαλλικά)
- ↷ αγγλικά: falbala
- ↷ νέα ελληνικά: φαρμπαλάς > φραμπαλάς
Πηγές
επεξεργασία- falbala - Dictionnaire de français (Λεξικό της γαλλικής γλώσσας) - Larousse online
- falbala - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé