φαλτσάρισμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φαλτσάρισμα < φαλτσάρω + -μα < φάλτσο < ιταλική falso < λατινική falsus < fallo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *(s)gʷʰh₂el- (σκοντάφτω)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφαλτσάρισμα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του φαλτσάρω
Μεταφράσεις
επεξεργασία φαλτσάρισμα
|