Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φαλαινοθήρας οι φαλαινοθήρες
      γενική του φαλαινοθήρα των φαλαινοθηρών
φαλαινοθήρων*
    αιτιατική τον φαλαινοθήρα τους φαλαινοθήρες
     κλητική φαλαινοθήρα φαλαινοθήρες
*Και -θήρων όπως στην κλίση του δευτερόκλιτου -θηρος (π.χ. λεξίθηρος).
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φαλαινοθήρας < (καθαρεύουσα) (μαρτυρείται από το 1856)[1] φάλαιν(α) + -ο- + -θήρας[2] ( < αρχαία ελληνική θήρα)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /fa.le.noˈθi.ɾas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φα‐λαι‐νο‐θή‐ρας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φαλαινοθήρας αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. σελ. 1066, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
  2. φαλαινοθήρας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας