Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φακοσκόπιο τα φακοσκόπια
      γενική του φακοσκόπιου
φακοσκοπίου
των φακοσκόπιων
φακοσκοπίων
    αιτιατική το φακοσκόπιο τα φακοσκόπια
     κλητική φακοσκόπιο φακοσκόπια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φακοσκόπιο < φακός και σκοπώ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φακοσκόπιο ουδέτερο

  • παλιότερη ονομασία οργάνου για την εξέταση του οφθαλμού, με γνωστότερο φακοσκόπιο τη σχισμοειδή λυχνία του Gullstrand, που εξέταζε τον φακό σε επαρκές για την εποχή (1910) βάθος.

Συνώνυμα επεξεργασία


Συγγενικά επεξεργασία


  Μεταφράσεις επεξεργασία