Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φαιοχρωμοκύττωμα τα φαιοχρωμοκυττώματα
      γενική του φαιοχρωμοκυττώματος των φαιοχρωμοκυττωμάτων
    αιτιατική το φαιοχρωμοκύττωμα τα φαιοχρωμοκυττώματα
     κλητική φαιοχρωμοκύττωμα φαιοχρωμοκυττώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φαιοχρωμοκύττωμα < λόγιο ενδογενές δάνειο: γερμανική Phäochromozytom < αρχαία ελληνική φαιός + χρῶμα + κύτος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φαιοχρωμοκύττωμα ουδέτερο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία