φαιοχρωμοκύττωμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φαιοχρωμοκύττωμα < λόγιο ενδογενές δάνειο: γερμανική Phäochromozytom < αρχαία ελληνική φαιός + χρῶμα + κύτος
Ουσιαστικό επεξεργασία
φαιοχρωμοκύττωμα ουδέτερο
- (ανατομία, ιατρική) ενδοκρινικός όγκος του συμπαθητικού νευρικού συστήματος που εντοπίζεται στη μυελώδη μοίρα των επινεφριδίων
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
φαιοχρωμοκύττωμα