φέλπα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φέλπα | οι | φέλπες |
γενική | της | φέλπας | των | (φελπών) |
αιτιατική | τη | φέλπα | τις | φέλπες |
κλητική | φέλπα | φέλπες | ||
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- φέλπα < (άμεσο δάνειο) ιταλική felpa [1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈfel.pa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φέλ‐πα
Ουσιαστικό επεξεργασία
φέλπα θηλυκό
- (ύφασμα) απομίμηση βελούδου, πιο φτηνό και μικρότερης αντοχής, μαλακό με βελούδινη υφή, που παράγεται συνήθως από ίνες μαλλιού, ρεγιόν και βαμβακερά νήματα, για φούτερ, παλτό, αθλητικά ενδύματα κ.α.
- ※ Με το στερνό στρακάρισμα της φέλπας, έβγαινε κι η τελευταία νότα.
- Μ. Καραγάτσης, Γιούγκερμαν, 1938-1941
- ※ Με το στερνό στρακάρισμα της φέλπας, έβγαινε κι η τελευταία νότα.
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ φέλπα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας