υψομετρητής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.pso.me.tɾiˈtis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐ψο‐με‐τρη‐τής
Ουσιαστικό
επεξεργασίαυψομετρητής αρσενικό
- (νεολογισμός) όργανο που πραγματοποιεί υψομέτρηση
- ※ Ωστόσο, αν και οι δορυφόροι αυτοί προσδιόριζαν την έκταση των πολικών πάγων, δεν μπορούσαν να υπολογίσουν τη μάζα τους. Γι’ αυτό και ο Cryosat-2 έχει εξοπλιστεί με ένα υπερσύγχρονο ραντάρ-υψομετρητή, το οποίο μπορεί να αναλύσει στις τρεις διαστάσεις το ανάγλυφο των παγοκαλυμμάτων. (Η Ευρώπη θα καταγράφει το λιώσιμο των πάγων, Η Καθημερινή, 10 Απριλίου 2010)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία υψομετρητής
|
Πηγές
επεξεργασία- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr