↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο υψομέτρης οι υψομέτρες
      γενική του υψομέτρη των υψομετρών
    αιτιατική τον υψομέτρη τους υψομέτρες
     κλητική υψομέτρη υψομέτρες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
υψομέτρης < ύψ(ος) + -ο- + -μέτρης • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /i.psoˈme.tɾis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υ‐ψο‐μέ‐τρης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

υψομέτρης αρσενικό

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία