πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υστεραίος η υστεραία το υστεραίο
      γενική του υστεραίου της υστεραίας του υστεραίου
    αιτιατική τον υστεραίο την υστεραία το υστεραίο
     κλητική υστεραίε υστεραία υστεραίο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υστεραίοι οι υστεραίες τα υστεραία
      γενική των υστεραίων των υστεραίων των υστεραίων
    αιτιατική τους υστεραίους τις υστεραίες τα υστεραία
     κλητική υστεραίοι υστεραίες υστεραία
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία

υστεραίος

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. ὑστεραῖος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.