Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
υστεραίος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
υστεραί
ος
η
υστεραί
α
το
υστεραί
ο
γενική
του
υστεραί
ου
της
υστεραί
ας
του
υστεραί
ου
αιτιατική
τον
υστεραί
ο
την
υστεραί
α
το
υστεραί
ο
κλητική
υστεραί
ε
υστεραί
α
υστεραί
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
υστεραί
οι
οι
υστεραί
ες
τα
υστεραί
α
γενική
των
υστεραί
ων
των
υστεραί
ων
των
υστεραί
ων
αιτιατική
τους
υστεραί
ους
τις
υστεραί
ες
τα
υστεραί
α
κλητική
υστεραί
οι
υστεραί
ες
υστεραί
α
ομάδα 'ωραίος'
,
Κατηγορία
όπως «
ωραίος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
υστεραίος
<
→
λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
υστεραίος
→ λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
υστεραίος
ο επόμενος