υστεραίο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαυστεραίο
- υστεραίος, στην αιτιατική του ενικού
υστεραίο, ουδέτερο του υστεραίος
- στην ονομαστική του ενικού
- στην αιτιατική του ενικού
- στην κλητική του ενικού
υστεραίο
υστεραίο, ουδέτερο του υστεραίος