Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

υστεραίο

  1. υστεραίος, στην αιτιατική του ενικού

υστεραίο, ουδέτερο του υστεραίος

  1. στην ονομαστική του ενικού
  2. στην αιτιατική του ενικού
  3. στην κλητική του ενικού