↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υποχρηματοδότηση οι υποχρηματοδοτήσεις
      γενική της υποχρηματοδότησης* των υποχρηματοδοτήσεων
    αιτιατική την υποχρηματοδότηση τις υποχρηματοδοτήσεις
     κλητική υποχρηματοδότηση υποχρηματοδοτήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, υποχρηματοδοτήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
υποχρηματοδότηση < υπο- + χρηματοδότηση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

υποχρηματοδότηση θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία