Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υποχρηματοδότηση οι υποχρηματοδοτήσεις
      γενική της υποχρηματοδότησης* των υποχρηματοδοτήσεων
    αιτιατική την υποχρηματοδότηση τις υποχρηματοδοτήσεις
     κλητική υποχρηματοδότηση υποχρηματοδοτήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, υποχρηματοδοτήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

υποχρηματοδότηση < υπο- + χρηματοδότηση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υποχρηματοδότηση θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία