υποπόδιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | υποπόδιο | τα | υποπόδια |
γενική | του | υποπόδιου | των | υποπόδιων |
αιτιατική | το | υποπόδιο | τα | υποπόδια |
κλητική | υποπόδιο | υποπόδια | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- υποπόδιο < ελληνιστική ὑποπόδιον
Ουσιαστικό επεξεργασία
υποπόδιο ουδέτερο
Εκφράσεις επεξεργασία
- έγινε υποπόδιο των ποδών του, τον έχει υποπόδιο των ποδιών του: λέγεται για κάποιον που ανέχεται κάθε εξευτελισμό