υποπλανήτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαυποπλανήτης αρσενικό (αστρονομία)
- (γενικότερα) (παρωχημένο) κάθε πλανητικό σώμα με μικρό μέγεθος, είτε αστεροειδής, είτε δορυφόρος
- ※ Δι' ακριβεςέρων τηλεσκοπίων, και επιμόνων αςρονομικών παρατηρήσεων, δυνάμεθα ίσως να ανακαλύψωμεν και άλλους πλανήτας και υποπλανήτας […]. [Τ]η πρώτη Ιαννουαρίου του 1801 ανεκάλυψεν ο Αςρονόμος Πιάτζης κατά το Παλέρμον την Δήμητραν (από το σύγγραμμα του Αδάμ Χ. Γάσπαρη, Εισαγωγή γενική της γεωγραφίας, εις πλήρη της Γης γνώσιν, μετάφραση από τα γερμανικά: Αφοί Καπετανάκη (Βιέννη: κατά την Τυπογραφίαν Ιωάννου Σνείρε», 1816), σσ. 200-201).
- ※ Καθώς η Γη μας έχει Πλανήτην την Σελήνην, ήτις και υποπλανήτης Ηλίου λέγεται, ούτω και ο μέγιστος Ζευς έχει τέσσαρας, οίτινες και δορυφόροι του Διός λέγονται (από το βιβλίο του αρχιμανδρίτη και ιατροδιδάσκαλου Διονύσιου Πύρρου του Θετταλού, Πρακτική αστρονομία (Αθήνα: Εκ της Τυπογραφίας Άγγελου Αγγέλου, 1836), σ. 96).
- ※ Στη Φυσική του, ο Βενιαμίν [Λέσβιος] περιλαμβάνει και τα εξής: Περί των κεντρικών δυνάμεων. […]. Περί της αιτίας της κινήσεως των πλανητών, των υποπλανητών (δορυφόροι) των κομητών και των απλανών. Περί τηλεσκοπίων (από το άρθρο του Νικόλαου Ματσόπουλου, «Η Αστρονομία στον νεοελληνικό ∆ιαφωτισμό και η ίδρυση του Αστεροσκοπείου Αθηνών», περ. Πάπυροι/Papyri 1 (2012), σ. 71).
- → δείτε τη λέξη πλανητίσκος
- (ειδικότερα) αρχική ονομασία για τον πλανήτη νάνο (πριν την καθιέρωση του όρου)
- → δείτε τη λέξη subplanet