υποκειμενισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- υποκειμενισμός < μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική subjectivisme
Ουσιαστικό επεξεργασία
υποκειμενισμός αρσενικό
- (φιλοσοφία) θεωρία που αρνείται της ύπαρξης αντικειμενικής πραγματικότητας
- η τάση του να κρίνει κανείς υποκειμενικά
Μεταφράσεις επεξεργασία
υποκειμενισμός
|