υπνολαλιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | υπνολαλιά | οι | υπνολαλιές |
γενική | της | υπνολαλιάς | των | υπνολαλιών |
αιτιατική | την | υπνολαλιά | τις | υπνολαλιές |
κλητική | υπνολαλιά | υπνολαλιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- υπνολαλιά μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Εφημερίς στον τύπο (ὑπνολαλία)[1] < μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική somniloquie.[2] Μορφολογικά αναλύεται σε ύπν(ος) + -ο- + λαλιά
Ουσιαστικό
επεξεργασίαυπνολαλιά θηλυκό
- (ιατρική) παραμιλητό κατά τη διάρκεια του ύπνου
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία υπνολαλιά
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 1047, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
- ↑ υπνο- - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- υπνολαλία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- υπνολαλία - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)