Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υπερσιβηρικός η υπερσιβηρική το υπερσιβηρικό
      γενική του υπερσιβηρικού της υπερσιβηρικής του υπερσιβηρικού
    αιτιατική τον υπερσιβηρικό την υπερσιβηρική το υπερσιβηρικό
     κλητική υπερσιβηρικέ υπερσιβηρική υπερσιβηρικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υπερσιβηρικοί οι υπερσιβηρικές τα υπερσιβηρικά
      γενική των υπερσιβηρικών των υπερσιβηρικών των υπερσιβηρικών
    αιτιατική τους υπερσιβηρικούς τις υπερσιβηρικές τα υπερσιβηρικά
     κλητική υπερσιβηρικοί υπερσιβηρικές υπερσιβηρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

υπερσιβηρικός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

υπερσιβηρικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις επεξεργασία