υπεροπλία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- υπεροπλία < αρχαία ελληνική ὑπεροπλία < ὑπέροπλος < ὑπέρ + ὅπλον
Ουσιαστικό επεξεργασία
υπεροπλία θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
υπεροπλία
|
Δείτε επίσης : ὑπεροπλία |
υπεροπλία θηλυκό
|