Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
υπερλειτουργικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
υπερλειτουργικ
ός
η
υπερλειτουργικ
ή
το
υπερλειτουργικ
ό
γενική
του
υπερλειτουργικ
ού
της
υπερλειτουργικ
ής
του
υπερλειτουργικ
ού
αιτιατική
τον
υπερλειτουργικ
ό
την
υπερλειτουργικ
ή
το
υπερλειτουργικ
ό
κλητική
υπερλειτουργικ
έ
υπερλειτουργικ
ή
υπερλειτουργικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
υπερλειτουργικ
οί
οι
υπερλειτουργικ
ές
τα
υπερλειτουργικ
ά
γενική
των
υπερλειτουργικ
ών
των
υπερλειτουργικ
ών
των
υπερλειτουργικ
ών
αιτιατική
τους
υπερλειτουργικ
ούς
τις
υπερλειτουργικ
ές
τα
υπερλειτουργικ
ά
κλητική
υπερλειτουργικ
οί
υπερλειτουργικ
ές
υπερλειτουργικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
υπερλειτουργικός
<
υπερ-
+
λειτουργικός
Επίθετο
επεξεργασία
υπερλειτουργικός, -ή, -ό
→ λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
υπερλειτουργικός