υπερθυρεοειδισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- υπερθυρεοειδισμός < υπερ- + θυρεοειδής + -ισμός
Ουσιαστικό επεξεργασία
υπερθυρεοειδισμός αρσενικό
- η υπερβολική έκκριση ορμονών από τον θυρεοειδή αδένα
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
υπερθυρεοειδισμός