↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υπερεκπροσώπηση οι υπερεκπροσωπήσεις
      γενική της υπερεκπροσώπησης* των υπερεκπροσωπήσεων
    αιτιατική την υπερεκπροσώπηση τις υπερεκπροσωπήσεις
     κλητική υπερεκπροσώπηση υπερεκπροσωπήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, υπερεκπροσωπήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
υπερεκπροσώπηση < υπερ- + εκπροσώπηση < μεσαιωνική ελληνική ἐκπροσωπῶ < αρχαία ελληνική πρόσωπον ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική overrepresentation[1])

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

υπερεκπροσώπηση θηλυκό

Άλλες μορφές

επεξεργασία
  • ὑπερεκπροσώπηση

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. υπερεκπροσώπησηΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)