υπερεθνικότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- υπερεθνικότητα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
υπερεθνικότητα θηλυκό
- η τοποθέτηση πάνω από τους θεσμούς ενός κράτους
- πολιτική που τείνει να υπερασπίζεται ή να ευνοεί υπερεθνικούς θεσμούς
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
υπερεθνικότητα
|