Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υπερακραίος η υπερακραία το υπερακραίο
      γενική του υπερακραίου της υπερακραίας του υπερακραίου
    αιτιατική τον υπερακραίο την υπερακραία το υπερακραίο
     κλητική υπερακραίε υπερακραία υπερακραίο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υπερακραίοι οι υπερακραίες τα υπερακραία
      γενική των υπερακραίων των υπερακραίων των υπερακραίων
    αιτιατική τους υπερακραίους τις υπερακραίες τα υπερακραία
     κλητική υπερακραίοι υπερακραίες υπερακραία
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Επίθετο επεξεργασία

υπερακραίος (el), -α, -ο

  1. υπερφανατικός
  2. πολύ ακραίας τιμής
    • που αποτελεί ακραία επίλυση τύπου-εξίσωσης
  3. στατιστικά απίθανος και πολύ πιθανόν ανύπαρκτος

  Μεταφράσεις επεξεργασία