Δείτε επίσης: ὑπεζωκώς

  Ετυμολογία

επεξεργασία
υπεζωκώς< (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὑπεζωκώς, ουσιαστικοποιημένο αρσενικό για τη μετοχή ενεργητικού παρακειμένου του ρήματος ὑποζώννυμι < αρχαία ελληνική ὑπό + ζώννυμι

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /i.pe.zoˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υ‐πε‐ζω‐κώς

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

υπεζωκώς αρσενικό (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση) & του νεοελληνικού τύπου υπεζωκότας

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία