Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υπαμειβόμενος η υπαμειβόμενη το υπαμειβόμενο
      γενική του υπαμειβόμενου της υπαμειβόμενης του υπαμειβόμενου
    αιτιατική τον υπαμειβόμενο την υπαμειβόμενη το υπαμειβόμενο
     κλητική υπαμειβόμενε υπαμειβόμενη υπαμειβόμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υπαμειβόμενοι οι υπαμειβόμενες τα υπαμειβόμενα
      γενική των υπαμειβόμενων των υπαμειβόμενων των υπαμειβόμενων
    αιτιατική τους υπαμειβόμενους τις υπαμειβόμενες τα υπαμειβόμενα
     κλητική υπαμειβόμενοι υπαμειβόμενες υπαμειβόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

υπαμειβόμενος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος υπαμείβω

  Μετοχή επεξεργασία

υπαμειβόμενος

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία