υπέρτυπος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία el
επεξεργασία- υπέρτυπος < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική supertype < λατινική super- (υπέρ-) + λατινική typus < αρχαία ελληνική τύπος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαυπέρτυπος αρσενικό
- (θεωρία της πληροφορίας) τύπος δεδομένων στον οποίο βασίζονται επιμέρους υπότυποι με τα δικά του χαρακτηριστικά και λειτουργίες