υδρογέλη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- υδρογέλη < υδρο- + γέλη ((μεταφραστικό δάνειο) (αγγλικά) hydrogel)
Ουσιαστικό επεξεργασία
υδρογέλη θηλυκό
- διάφορα είδη κολλώδους ημίρρευστης ουσίας, που χρησιμοποιούνται στην ιατρική, τη βιομηχανία κ.α.