υγροσκόπιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- υγροσκόπιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική hygroscope < αρχαία ελληνική ὑγρός + σκοπέω / σκοπῶ
Ουσιαστικό επεξεργασία
υγροσκόπιο ουδέτερο
Μεταφράσεις επεξεργασία
υγροσκόπιο
υγροσκόπιο ουδέτερο