Δείτε επίσης: ὑγιέστατος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υγιέστατος η υγιέστατη το υγιέστατο
      γενική του υγιέστατου της υγιέστατης του υγιέστατου
    αιτιατική τον υγιέστατο την υγιέστατη το υγιέστατο
     κλητική υγιέστατε υγιέστατη υγιέστατο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υγιέστατοι οι υγιέστατες τα υγιέστατα
      γενική των υγιέστατων των υγιέστατων των υγιέστατων
    αιτιατική τους υγιέστατους τις υγιέστατες τα υγιέστατα
     κλητική υγιέστατοι υγιέστατες υγιέστατα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

υγιέστατος < υγι(ής) + -έστατος < αρχαία ελληνική ὑγιέστατος

  Επίθετο επεξεργασία

υγιέστατος, -η, -ο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία