υγιέστατος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υγιέστατος < υγι(ής) + -έστατος < αρχαία ελληνική ὑγιέστατος
Επίθετο
επεξεργασίαυγιέστατος, -η, -ο
- υπερθετικός βαθμός του υγιής
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία υγιέστατος
|