↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο υαλόπαγος οι υαλόπαγοι
      γενική του υαλόπαγου των υαλόπαγων
    αιτιατική τον υαλόπαγο τους υαλόπαγους
     κλητική υαλόπαγε υαλόπαγοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Υαλόπαγος σε πεζοδρόμιο.

  Ετυμολογία

επεξεργασία
υαλόπαγος < υαλό- + πάγος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /iaˈlo.pa.ɣos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υ‐α‐λό‐πα‐γος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

υαλόπαγος αρσενικό

  1. λεπτό και συχνά αόρατο στρώμα πάγου που δημιουργείται με βροχόπτωση σε παγωμένο έδαφος
     συνώνυμα: παγετός, πάγος
    ⮡  Ο υαλόπαγος είναι ένα στρώμα πάγου διαφανές, λείο και ομοιογενές. («Υαλόπαγος», sch.gr, π. 2010)
  2. (μετεωρολογία) καιρικό φαινόμενο κατά το οποίο η θερμοκρασία της ατμόσφαιρας αυξάνεται σε βαθμό υψηλότερο από το σημείο ψύξης του νερού, ενώ το έδαφος είναι παγωμένο, με αποτέλεσμα η βροχή να δημιουργεί στρώμα πάγου στην επιφάνεια του εδάφους
     συνώνυμα: παγοθύελλα

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία