υαλόπαγος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /iaˈlo.pa.ɣos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐α‐λό‐πα‐γος
Ουσιαστικό επεξεργασία
υαλόπαγος αρσενικό
- λεπτό και συχνά αόρατο στρώμα πάγου που δημιουργείται με βροχόπτωση σε παγωμένο έδαφος
- (μετεωρολογία) καιρικό φαινόμενο κατά το οποίο η θερμοκρασία της ατμόσφαιρας αυξάνεται σε βαθμό υψηλότερο από το σημείο ψύξης του νερού, ενώ το έδαφος είναι παγωμένο, με αποτέλεσμα η βροχή να δημιουργεί στρώμα πάγου στην επιφάνεια του εδάφους