Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

υαλο- < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὑαλο- < αρχαία ελληνική ὕαλο(ς), ή και λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική hyalo- < αρχαία ελληνική ὕαλος [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /i.a.lo-/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υ‐α‐λο-

  Πρόθημα επεξεργασία

υαλο-, υαλό- και υαλ-

Άλλες μορφές επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία