Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ὑαλο- < αρχαία ελληνική ὕαλο(ς)

  Πρόθημα επεξεργασία

ὑαλο-, ὑαλό- και ὑαλ- πριν από φωνήεν

Σύνθετα επεξεργασία

Απόγονοι επεξεργασία

ὑαλο- (ελληνιστική κοινή)

νέα ελληνικά: υαλο-
αγγλικά: hyalo-
γαλλικά: hyalo-

  Πηγές επεξεργασία