↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υαλοποιήσιμος η υαλοποιήσιμη το υαλοποιήσιμο
      γενική του υαλοποιήσιμου της υαλοποιήσιμης του υαλοποιήσιμου
    αιτιατική τον υαλοποιήσιμο την υαλοποιήσιμη το υαλοποιήσιμο
     κλητική υαλοποιήσιμε υαλοποιήσιμη υαλοποιήσιμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υαλοποιήσιμοι οι υαλοποιήσιμες τα υαλοποιήσιμα
      γενική των υαλοποιήσιμων των υαλοποιήσιμων των υαλοποιήσιμων
    αιτιατική τους υαλοποιήσιμους τις υαλοποιήσιμες τα υαλοποιήσιμα
     κλητική υαλοποιήσιμοι υαλοποιήσιμες υαλοποιήσιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
υαλοποιήσιμος < υαλοποιώ + -σιμος

  Επίθετο

επεξεργασία

υαλοποιήσιμος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • υαλοποιήσιμος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)