Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τόμπολα οι τόμπολες
      γενική της τόμπολας των τομπολών
    αιτιατική την τόμπολα τις τόμπολες
     κλητική τόμπολα τόμπολες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τόμπολα < (άμεσο δάνειο) ιταλική tombola
 
κάρτες τόμπολας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τόμπολα θηλυκό

  Επιφώνημα επεξεργασία

τόμπολα

  1. (παρωχημένο) νίκη, ζήτω
  2. (ειρωνικό) για ξαφνικό εμπόδιο, όταν κάτι ξαφνικά πάει στραβά, δυσάρεστη σύμπτωση

  Μεταφράσεις επεξεργασία