τόμπολα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τόμπολα | οι | τόμπολες |
γενική | της | τόμπολας | των | τομπολών |
αιτιατική | την | τόμπολα | τις | τόμπολες |
κλητική | τόμπολα | τόμπολες | ||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- τόμπολα < (άμεσο δάνειο) ιταλική tombola
Ουσιαστικό επεξεργασία
τόμπολα θηλυκό
- παλαιότερο τυχερό παιχνίδι
Επιφώνημα επεξεργασία
τόμπολα
- (παρωχημένο) νίκη, ζήτω
- (ειρωνικό) για ξαφνικό εμπόδιο, όταν κάτι ξαφνικά πάει στραβά, δυσάρεστη σύμπτωση