τυχοπαιξία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τυχοπαιξία | οι | τυχοπαιξίες |
γενική | της | τυχοπαιξίας | των | τυχοπαιξιών |
αιτιατική | την | τυχοπαιξία | τις | τυχοπαιξίες |
κλητική | τυχοπαιξία | τυχοπαιξίες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίατυχοπαιξία θηλυκό (νεολογισμός)
- η ενασχόληση με τα τυχερά παιχνίδια
- ο κλάδος των τυχερών παιχνιδιών
- οποιοδήποτε τυχερό παιχνίδι, παιχνίδι βασισμένο στις πιθανές εκβάσεις, τυχαίες επιλογές
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ λήμμα δυστυχέω - Οικογένειες λέξεων Νεολογισμοί - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής από το Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία- MLODINOW Leonard, Τα βήματα του μεθυσμένου. Μετάφραση: Μιχαηλίδης Ανδρέας. Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης. σελ. 69
- Cover, Thomas M, Thomas, Joy A. Στοιχεία της θεωρίας της πληροφορίας. Μετάφραση: Αλέξανδρος Χορταράς. Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2014.
κεφ. 6. Τυχοπαιξία και συμπίεση δεδομένων