τυχηροπαιξία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τυχηροπαιξία | οι | τυχηροπαιξίες |
γενική | της | τυχηροπαιξίας | των | τυχηροπαιξιών |
αιτιατική | την | τυχηροπαιξία | τις | τυχηροπαιξίες |
κλητική | τυχηροπαιξία | τυχηροπαιξίες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τυχηροπαιξία < αρχαία ελληνική τυχηρ(ός) + -ο- + παίκ(της + -σία (κατά το χαρτοπαιξία). Νεολογισμός του 19ου αιώνα[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίατυχηροπαιξία θηλυκό
- (νεολογισμός) συνώνυμο της λέξης τυχοπαιξία
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ λήμμα δυστυχέω - Οικογένειες λέξεων Νεολογισμοί - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής από το Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας